- ἐπιγάμβρευμα
- ἐπιγάμβρ-ευμα, ατος, τό, = foreg., Sch.E.Or. 477.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επιγάμβρευμα — ἐπιγάμβρευμα, το (Α) η επιγαμβρεία … Dictionary of Greek
ἐπιγαμβρεύματα — ἐπιγάμβρευμα neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)